υποκυρούμαι

υποκυρούμαι
-όομαι, ΜΑ
(δ. γρφ.) επικυρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κυρῶ, -οῦμαι (< κύριος). Ο τ. αποτελεί δ. γρφ. αντί τού ἐπικυροῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”